- ἀσυνδέτων
- ἀσύνδετοςunconnectedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek
τιλλίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) α) ασύνδετο χωρίς διαλογή υλικό από άργιλο, λίθους ενδιάμεσου μεγέθους ή μίγμα τους που αποτίθεται άμεσα από έναν παγετώνα και δεν παρουσιάζει στρώση, αλλ. αργιλολιθώνας β) ιζηματογενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Βισέντε, Ζιλ — (Gil Vicente, 1470; – 1536;). Πορτογάλος δραματικός ποιητής. Ασφαλείς πληροφορίες για τη ζωή του δεν υπάρχουν. Τα έργα του εξέδωσε το 1562 ο γιος του Λουδοβίκος, ο εκκλησιαστικός έλεγχος όμως (η Ιερά Εξέταση είχε εισαχθεί στην Πορτογαλία το 1536) … Dictionary of Greek
κορήματα, πλευρικά — Συσσώρευση κλαστικού υλικού που προέρχεται από τη φυσικοχημική διάσπαση των πετρωμάτων, τα οποία συγκροτούν τα ψηλότερα μέρη των κλιτύων των ορέων. Σχηματίζονται πάνω στις πλαγιές και υφίστανται τη διαβρωτική ενέργεια των ατμοσφαιρικών παραγόντων … Dictionary of Greek
προσχώσεις ή αλλουβιοκές αποθέσεις — Η απόθεση χαλαρών (ασύνδετων) υλικών, όπως χάλικες, άμμος, άργιλος και οργανικά υπολείμματα, που προέρχονται από την αποσάρθρωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, και μεταφέρονται κυρίως από τα υδάτινα ρεύματα, αλλά και από τους ανέμους και τους… … Dictionary of Greek